- σκυρωτός
- -ή, -όστρωμένος με σκύρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυρωτός — ή, ό / σκυρωτός, ή, όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, ή, ό, Ν νεοελλ. στρωμένος με σκύρα αρχ. στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
σκυρωτή — σκυρωτός paved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυρωτήν — σκυρωτός paved fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
σκυρωτάν — σκυρωτά̱ν , σκυρωτός paved fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)